- -ουργής
- (ΑΜ -ουργής)βλ. έργο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισχνουργής — ἰσχνουργής, ές (Α) λεπτοδουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] … Dictionary of Greek
κλεπτουργής — κλεπτουργής, ές (Α) αυτός που κάνει κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + ουργής (< ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε ουργής] … Dictionary of Greek
κνιδιουργής — κνιδιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κνίδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, λεπτ ουργής] … Dictionary of Greek
ναξιουργής — ναξιουργής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί ή έχει υποστεί κατεργασία στη Νάξο ή από Ναξιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάξιος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] … Dictionary of Greek
χιουργής — ές, Α 1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία στην Χίο 2. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία κατά τον τρόπο τών Χίων («κλῑναι χιουργεῑς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + ουργής (< ἔργον*), πρβλ. Ναξι ουργής, Παρι ουργής] … Dictionary of Greek
καινουργής — ές (Α καινουργής, ές) 1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. φρ. «από καινουργής» εξ αρχής, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καινο Fεργής με σίγηση τού F και συναίρεση < καινός + (F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε… … Dictionary of Greek
κογχυλουργής — κογχυλουργής, ές (Μ) ο βαμμένος με πορφύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + ουργής (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργής] … Dictionary of Greek
κορινθιουργής — κορινθιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κόρινθο, από Κορινθίους, ή κατασκευασμένος από κορινθιακό χαλκό («ὁμοίως τοῑς χαλκώμασι τοῑς κορινθιουργέσιν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίνθιος + εργής (< ἔργον) με συναίρεση, πρβλ. βοιωτ ουργής,… … Dictionary of Greek
λεπτουργής — ές (Α λεπτουργής, ές) επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.) αρχ. λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεπτο Fεργής με… … Dictionary of Greek
ξυλουργής — ξυλουργής, ές (Μ) κατασκευασμένος από ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ ουργής] … Dictionary of Greek